- ανείσφορος
- ἀνείσφορος, -ον (Α)ο απαλλαγμένος από πολεμικές ή άλλες εισφορές, εκείνος που δεν πληρώνει φόρους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνείσφορον — ἀνείσφορος exempt from taxation masc/fem acc sg ἀνείσφορος exempt from taxation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεισφόρους — ἀνείσφορος exempt from taxation masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)